- ἀρθρωδία
- ἀρθρωδίᾱ , ἀρθρωδίαarticulationfem nom/voc/acc dualἀρθρωδίᾱ , ἀρθρωδίαarticulationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρθρωδία — η (Α ἀρθρωδία) [αρθρώδης] άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση) … Dictionary of Greek
cyclarthrodial — cyclarthrodial, a. Anat. (sɪkləˈθrəʊdɪəl) [f. Gr. κύκλ ος circle + ἀρθρωδία articulation + al1.] Of, or of the nature of, a cyclarthrosis … Useful english dictionary